καρμπυρατέρ

καρμπυρατέρ
το
ο εξαεριωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carburateur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • εξαεριωτής — και εξαερωτής, ο όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”